καταζητήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταζητήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταζητώ
- θα καταζητήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταζητώ
καταζητήσετε