καταδιώξουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταδιώξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδιώκω
- θα καταδιώξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδιώκω
καταδιώξουν