Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταγελάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταγελώ
  2. θα καταγελάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταγελώ