Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καταβαραθρωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταβαραθρώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταβαραθρώνομαι
  3. θα καταβαραθρωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταβαραθρώνομαι