Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατέφερες

  1. β' ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος καταφέρω
  2. β' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταφέρω