Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάδειξις < καταδεικ(νύω) + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάδειξις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία