κατάδειξις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάδειξις < καταδεικ(νύω) + -σις > -ξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάδειξις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 523, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου