καρφώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαρφώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καρφώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καρφώνω
- θα καρφώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καρφώνω