Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καρυδώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καρυδώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καρυδώνω
  3. θα καρυδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καρυδώνω