καρπαλίμως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρπαλίμως < καρπάλιμος
Επίρρημα
επεξεργασίακαρπαλίμως
- γρήγορα, γοργά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 166 (165-167)
- Ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον· | τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς εὐεργὴς | νῆσον Σειρήνοιϊν· ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων..
- Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα, | πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων | το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον· | τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς εὐεργὴς | νῆσον Σειρήνοιϊν· ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων..
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 506 (505-506)
- ἐκ πόλιος δ᾽ ἄξεσθε βόας καὶ ἴφια μῆλα | καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζεσθε
- Βόδια κι ερίφια παχιά θα φέρετε απ᾽ την πόλιν | ογρήγορα κι ευφραντικό κρασί προμηθευθείτε.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐκ πόλιος δ᾽ ἄξεσθε βόας καὶ ἴφια μῆλα | καρπαλίμως, οἶνον δὲ μελίφρονα οἰνίζεσθε
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 492 (492-493)
- καρπαλίμως δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα μένος καὶ φαίδιμα γυῖα | ηὔξετο τοῖο ἄνακτος·
- Και γοργά κατόπιν η δύναμη και τα λαμπρά του βασιλιά τα μέλη | μεγαλώσανε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καρπαλίμως δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα μένος καὶ φαίδιμα γυῖα | ηὔξετο τοῖο ἄνακτος·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 166 (165-167)
Πηγές
επεξεργασία- καρπαλίμως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.