καρπάτσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρπάτσιο ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) έδεσμα από λεπτοκομμένες φέτες ωμού μαριναρισμένου κρέατος ή ψαριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρπάτσιο
|
καρπάτσιο ουδέτερο άκλιτο
|