Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
καρπάτσιο κρέατος

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρπάτσιο < ιταλική carpaccio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρπάτσιο ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία