καρκινοβατήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καρκινοβατήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καρκινοβατώ
- θα καρκινοβατήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καρκινοβατώ