καραφλιάσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαραφλιάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καραφλιάζω
- θα καραφλιάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καραφλιάζω