Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραγκιόζ μπερντές < καραγκιόζης + μπερντές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραγκιόζ μπερντές αρσενικό

  1. κρεμασμένο σεντόνι που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών Καραγκιόζη
  2. χώρισμα από σεντόνι, σαν και αυτό που χρησιμοποιείται στην παράσταση του θεάτρου σκιών

Άλλες μορφές επεξεργασία

ως μια λέξη:

  Μεταφράσεις επεξεργασία