Δείτε επίσης: Καπνίσης

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καπνίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καπνίζω
  2. θα καπνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καπνίζω