καπηλευτεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαπηλευτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καπηλεύομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καπηλεύομαι
- θα καπηλευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καπηλεύομαι