Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καπηλευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καπηλεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καπηλεύομαι
  3. θα καπηλευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καπηλεύομαι