Ετυμολογία

επεξεργασία
καντζελαρία < καντζελλαρία < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική cancelleria με απλοποίηση [ll] > [l]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καντζελαρία θηλυκό