κανοναρχήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακανοναρχήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανοναρχώ
- θα κανοναρχήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανοναρχώ