Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κανοναρχήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανοναρχώ
  2. θα κανοναρχήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανοναρχώ