Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κανοναρχήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κανοναρχώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανοναρχώ
  3. θα κανοναρχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανοναρχώ