καμασούτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμασούτρα < (άμεσο δάνειο) σανσκριτική कामसूत्र (kā́ma-sūtra) < Kāma που είναι μια απ' τις τέσσερις αρχές της Ινδουιστικής ζωής και sūtra κλωστή ή συνεκτική γραμμή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμασούτρα ουδέτερο άκλιτο
- το αρχαίο ινδουιστικό κείμενο Κάμα Σούτρα
- (μεταφορικά) περιοδικό ή βιβλίο με στάσεις του σεξ
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμασούτρα
|