Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καμίνιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καμινιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καμινιάζω