Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καλυτέρεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καλυτερεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καλυτερεύω