Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοκοιτάζω < καλά + κοιτάζω

καλοκοιτάζω

  • κοιτάζω κάποιον ή κάτι με διάθεση θετικής προσέγγισης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία