Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοκοιτάζω < καλά + κοιτάζω

  Ρήμα επεξεργασία

καλοκοιτάζω

  • κοιτάζω κάποιον ή κάτι με διάθεση θετικής προσέγγισης

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία