καλοκαρδίσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καλοκαρδίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλοκαρδίζω
- θα καλοκαρδίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλοκαρδίζω
καλοκαρδίσω