κακοφανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοφανίζομαι < κακοφαίνεται + -ίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίακακοφανίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοφανίζομαι | κακοφανιζόμουν(α) | θα κακοφανίζομαι | να κακοφανίζομαι | ||
β' ενικ. | κακοφανίζεσαι | κακοφανιζόσουν(α) | θα κακοφανίζεσαι | να κακοφανίζεσαι | (κακοφανίζου) | |
γ' ενικ. | κακοφανίζεται | κακοφανιζόταν(ε) | θα κακοφανίζεται | να κακοφανίζεται | ||
α' πληθ. | κακοφανιζόμαστε | κακοφανιζόμαστε κακοφανιζόμασταν |
θα κακοφανιζόμαστε | να κακοφανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κακοφανίζεστε | κακοφανιζόσαστε κακοφανιζόσασταν |
θα κακοφανίζεστε | να κακοφανίζεστε | (κακοφανίζεστε) | |
γ' πληθ. | κακοφανίζονται | κακοφανίζονταν κακοφανιζόντουσαν |
θα κακοφανίζονται | να κακοφανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοφανίστηκα | θα κακοφανιστώ | να κακοφανιστώ | κακοφανιστεί | ||
β' ενικ. | κακοφανίστηκες | θα κακοφανιστείς | να κακοφανιστείς | κακοφανίσου | ||
γ' ενικ. | κακοφανίστηκε | θα κακοφανιστεί | να κακοφανιστεί | |||
α' πληθ. | κακοφανιστήκαμε | θα κακοφανιστούμε | να κακοφανιστούμε | |||
β' πληθ. | κακοφανιστήκατε | θα κακοφανιστείτε | να κακοφανιστείτε | κακοφανιστείτε | ||
γ' πληθ. | κακοφανίστηκαν κακοφανιστήκαν(ε) |
θα κακοφανιστούν(ε) | να κακοφανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κακοφανιστεί | είχα κακοφανιστεί | θα έχω κακοφανιστεί | να έχω κακοφανιστεί | κακοφανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κακοφανιστεί | είχες κακοφανιστεί | θα έχεις κακοφανιστεί | να έχεις κακοφανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κακοφανιστεί | είχε κακοφανιστεί | θα έχει κακοφανιστεί | να έχει κακοφανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοφανιστεί | είχαμε κακοφανιστεί | θα έχουμε κακοφανιστεί | να έχουμε κακοφανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κακοφανιστεί | είχατε κακοφανιστεί | θα έχετε κακοφανιστεί | να έχετε κακοφανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοφανιστεί | είχαν κακοφανιστεί | θα έχουν κακοφανιστεί | να έχουν κακοφανιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοφανίζομαι
|