κακουργεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κακουργεύω < αρχαία ελληνική κακουργέω
Ρήμα
επεξεργασία
κακουργεύω[1]
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κακουργώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακουργεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κακουργεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)