κακοκαρδίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακακοκαρδίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κακοκαρδίζω
- θα κακοκαρδίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κακοκαρδίζω