Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

κακογράφω (el)

  1. γράφω δυσανάγνωστα
  2. είμαι ανίκανος στον γραπτό λόγο
    γράφω χωρίς συνοχή-ενδιαφέρον-γλαφυρότητα-ταλέντο-επινοητικότητα-καινοτομία-λογική-πλάνο-σκοπό-πάθος

Κλίση επεξεργασία