Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κακιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κακιώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κακιώνω
  3. θα κακιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κακιώνω