Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθύβρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καθύβρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καθυβρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καθυβρίζω