Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καθρεφτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καθρεφτίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθρεφτίζω
  3. θα καθρεφτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθρεφτίζω