καθορίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καθορίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθορίζω
- θα καθορίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθορίζω
καθορίσουν