Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καθησυχάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθησυχάζω
  2. θα καθησυχάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθησυχάζω