καθησυχάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαθησυχάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καθησυχάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθησυχάζω
- θα καθησυχάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθησυχάζω