καθηλώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καθηλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καθηλώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθηλώνω
- θα καθηλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθηλώνω