Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθετηρίασις (μαρτυρείται από το 1889) [1] < καθετηριά(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθετηρίασις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 502, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου