Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθαρόγραψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καθαρόγραψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καθαρογράφω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καθαρογράφω