καθαρογραφηθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαθαρογραφηθεί
- απαρέμφατο αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος καθαρογραφώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου παθητικής φωνής του ρήματος καθαρογραφώ
- θα καθαρογραφηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα παθητικής φωνής του ρήματος καθαρογραφώ