καβαλικέψετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καβαλικέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καβαλικεύω
- θα καβαλικέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καβαλικεύω