ιχνηλατήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ιχνηλατήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιχνηλατώ
- θα ιχνηλατήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιχνηλατώ