ισχυροποιήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαισχυροποιήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισχυροποιώ
- θα ισχυροποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισχυροποιώ
ισχυροποιήσω