Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ισχυροποιήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισχυροποιώ
  2. θα ισχυροποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισχυροποιώ