ιστορήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ιστορήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ιστορώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιστορώ
- θα ιστορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιστορώ