Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισοφάρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ισοφάρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ισοφαρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ισοφαρίζω