Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ισοπεδώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοπεδώνω
  2. θα ισοπεδώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοπεδώνω