ισοπεδώσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαισοπεδώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοπεδώνω
- θα ισοπεδώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοπεδώνω
ισοπεδώσουν