Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινούπιακ < (μεταγραφή) αγγλική Inupiaq

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινούπιακ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία