Ετυμολογία

επεξεργασία
ινούπιακ < (μεταγραφή) αγγλική Inupiaq

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ινούπιακ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία