Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ικετεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ικετεύω
  2. θα ικετεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ικετεύω