ικετεύσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ικετεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ικετεύω
- θα ικετεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ικετεύω
ικετεύσουν