Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιερούργησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ιερούργησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ιερουργώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ιερουργώ