ιδροκοπήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ιδροκοπήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιδροκοπώ
- θα ιδροκοπήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιδροκοπώ
ιδροκοπήσετε