ιδιοβούλως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιοβούλως (μαρτυρείται από το 1879)[1]< ιδιόβουλος + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαιδιοβούλως
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδιοβούλως
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 483, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου